- φροντίζουσι
- φροντίζωconsiderpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)φροντίζωconsiderpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φροντίζουσ' — φροντίζουσα , φροντίζω consider pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) φροντίζουσι , φροντίζω consider pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φροντίζουσι , φροντίζω consider pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτής — διδακτής, ο (Μ) [διδάσκω] αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο («να φροντίζουσι... διά τήν συναναστροφή καί διδασκαλίαν τών διδακτών όπου κηρύσσουσι τόν λόγον τού Θεού», χριστιανική διδασκαλία) … Dictionary of Greek